- κεφαλόδεμα
- και κεφαλοδέσι το (Μ κεφαλόδεμα)μαντίλι ή κορδέλα με τα οποία δένεται το κεφάλι για συγκράτηση τών μαλλιών ή για στολισμόνεοελλ.1. επίδεσμος τού κεφαλιού για συγκράτηση διαφόρων επιθεμάτων2. ιατρ. ορθοπεδικό μηχάνημα με το οποίο συγκρατείται το κεφάλι όρθιο, κεφαλορθωτήρας.[ΕΤΥΜΟΛ. < κεφαλ (ό)-* + -δέμα (< δέμα < δένω), πρβλ. αλυσό-δεμα, κομπό-δεμα].
Dictionary of Greek. 2013.